- ἑκατηβελέτης
- ἑκατηβελέτηςsixmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑκατηβελέτην — ἑκατηβελέτης six masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… … Dictionary of Greek
ἑκατηβελέταο — ἑκατηβελέτᾱο , ἑκατηβελέτης six masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)